Σύμφωνα με το γνωστικό μοντέλο της διαταραχής πανικού, Clark (1986), εσωτερικά πυροδοτικά ερεθίσματα μπορούν να παραχθούν από αγχώδεις σωματικές αισθήσεις ή από μη αγχώδεις αισθήσεις (ή σκέψεις και εικόνες). Στην πρώτη περίπτωση, αυτές οι σωματικές αισθήσεις του άγχους παρερμηνεύονται με καταστροφικό τρόπο και στη συνέχεια παράγουν περισσότερα συμπτώματα και οδηγούν σε επεισόδια πανικού. Στην δεύτερη περίπτωση, συμπτώματα μη αγχώδους αιτιολογίας ερμηνεύονται και αυτά με καταστροφικό τρόπο, οδηγώντας έτσι σε αυξημένο άγχος. Τα συμπτώματα αυτά του άγχους ερμηνεύονται περαιτέρω καταστροφικά όπου και προκαλούν περισσότερα συμπτώματα άγχους και στο τέλος πανικό.
Η διαταραχή πανικού συντηρείται από άλλες δύο διεργασίες, την υπεραγρύπνηση και τις συμπεριφορές ασφαλείας. Οι ασθενείς επειδή ακριβώς φοβούνται και παρερμηνεύουν οποιαδήποτε αίσθηση στο σώμα τους ως καταστροφική ή ως ένα καμπανάκι κινδύνου, μπαίνουν σε μία φάση υπεραγρύπνησης και ελέγχου του σώματος τους. Πολλές φορές οι τακτικές αυτές κάνουν τους ασθενείς να αντιλαμβάνονται στο σώμα τους αισθήσεις που άλλοι άνθρωποι δεν θα έδιναν σημασία. Έτσι πολύ εύκολα μπορεί να ενεργοποιήσουν άλλη μία κρίση πανικού. Από την άλλη οι συμπεριφορές ασφαλείας μπορεί να συντηρούν τις αρνητικές γνωσίες/σκέψεις των ασθενών και χωρίζονται είτε σε συμπεριφορές πρόβλεψης/αποφυγής ή συνεπειών/διαφυγής (Salkovskis, 1991). Μία συμπεριφορά ασφαλείας είναι πχ όταν κάποιος αποφεύγει συνειδητά μέρη ή καταστάσεις που μπορεί να προκαλέσουν κρίση πανικού.
Σύμφωνα με το DSM-5 (2013) ως διαταραχή πανικού ορίζεται:
Α. Επανειλημμένες απροσδόκητες προσβολές πανικού. Η προσβολή πανικού είναι ένα απότομο ξέσπασμα έντονου φόβου ή έντονης δυσφορίας που κορυφώνεται μέσα σε λίγα λεπτά, κατά τη διάρκεια της οποίας συμβαίνουν τέσσερα (ή περισσότερα) από τα ακόλουθα συμπτώματα:
Β. Τουλάχιστον μία από τις προσβολές έχει ακολουθηθεί για 1 μήνα (ή περισσότερο) από ένα ή και τα δύο από τα ακόλουθα:
Η Γνωστική Συμπεριφορική θεραπεία επιχειρεί να αντιμετωπίσει την Διαταραχή Πανικού "μαθαίνοντας" τα άτομα που πάσχουν, να αναγνωρίζουν, να ελέγχουν και να αλλάζουν τις σκέψεις και τις πεποιθήσεις τους που συνοδεύουν τα επεισόδια πανικού ή το άγχος αναμονής τους, όπως επίσης και τις συμπεριφορές αποφυγής, οι οποίες μπορεί να διαιωνίζουν τις λανθασμένες τους παραδοχές και αντιλήψεις.